πωλήτρια

πωλήτρια
η, ΝΑ
βλ. πωλητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πωλητρίας — πωλητρίᾱς , πωλήτρια fem acc pl πωλητρίᾱς , πωλήτρια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλήτριαν — πωλήτρια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτόπωλις — ἀρτόπωλις, η (Α) η πωλήτρια άρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + πωλις ( ιδος) < πωλώ] …   Dictionary of Greek

  • λεκανόπωλις — λεκανόπωλις, ώλιδος, ἡ (Α) η πωλήτρια λεκανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + πωλις (< πωλῶ), πρβλ. αρτό πωλις, μυρό πωλις] …   Dictionary of Greek

  • μοιρολογήτρα — και μοιρολοήτρα και μυρολογήτρα, η (Μ μοιρολογήτρια και μοιρολοήτρα) 1. η μοιρολογίστρα, η γυναίκα που θρηνεί τους νεκρούς, συνήθως με αμοιβή 2. (για τρυγόνα) αυτή που εκβάλλει θρηνητικές κραυγές («τρυπανορούθουνη τρυγόνα ξερασμένη, μοιρολογήτρα… …   Dictionary of Greek

  • παγόνι — (ταώς ο λοφιοφόρος pavo cristatus). Ορνιθοειδές της οικογένειας των φασιανιδών. Το αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος 1,25 μ. εκτός από τα φτερά της ουράς, που έχουν περίπου άλλο τόσο μήκος· το θηλυκό έχει κατά κανόνα μήκος ένα μέτρο. Ενώ τα… …   Dictionary of Greek

  • πωλητής — ο, θηλ. πωλήτρια, ΝΑ, και πουλητής, θηλ. πουλήτρια και πουλήτρα, Ν [πωλῶ / πουλώ] αυτός που πουλά κάτι νεοελλ. υπάλληλος εμπορικού καταστήματος αρχ. 1. (στην Επίδαμνο) άρχων ο οποίος ρύθμιζε τις εμπορικές υποθέσεις τής πόλης με τους γείτονες… …   Dictionary of Greek

  • σπερμαγοραιολεκιθολαχανόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α πωλήτρια σιτηρών, οσπρίων και λάχανων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + ἀγοραῖος (< ἀγορά) + λέκιθος + λάχανον + πωλις (< πώλης* + κατάλ. ις)] …   Dictionary of Greek

  • χορδοκοιλίστρα — ἡ, Μ πωλήτρια χορδόκοιλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδόκοιλον + κατάλ. (ίσ)τρα] …   Dictionary of Greek

  • ωόπωλις — ώλιδος, ἡ, ΜΑ πωλήτρια αβγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠοπώλης + επίθημα ις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”